Mαρία Θεοφιλάκου

...ή αλλιώς, από την καμπίνα του μηχανοδηγού του Τρένου, 5 ποιήματα
                                                                                  
Η επαλήθευση του Κόσμου                                                                   
          

Κρεσέντο μιας πλατιάς δημοκρατίας
είναι η φύση
Γιατί ποτέ δε ρώτησε το όνομα
και το ποιόν σου


Κι αν είσαι μόνος,
ο ωκεανός θα ενώνεται με τη στεριά
πέρα στη Mar del Plata κάθε βράδυ
ή θ’ αντηχεί ο αυγερινός τις μυρωδιές της Κίνας 


Κι αν έχεις θλίψη,
μπορείς τη χούφτα σου ν’ απλώσεις στο φεγγάρι
στη χρυσαφιά παλάμη σου να λησμονήσεις
ανάμεσα σε αγριόχορτα και βάλτους ξαπλωμένος
τον τελευταίο σου χαμό 


Κι αν έχεις χάσει,
υπάρχουν άστρα που τα μάτια σου αγνοούν
μα η καρδιά σου βλέπει
καθώς το πέρασμα των ανθοπώλεων αλαργεύει
πέρα στο Μεξικό, Νοέμβρη


Καθώς ο γύρω κόσμος σου είναι βαθύτερος
από την όποια σου περαστική θαμπάδα,
κοιτάς που ο χρόνος μοιάζει να σμίγει σε γιορτή
με ό,τι δεν αντιστέκεται 


Κι αν είσαι μόνος,
τα αστέρια φέγγουν μιαν αλήθεια
μυριάδες χρόνια μακριά,
που ξεπερνά το όποιο βίωμά σου,
τον όποιο πόνο κρύβεις,
κάτω από το σηκωμένο σου γιακά,
στην πρωινή δροσιά 


Όταν βραδιάσει ο ουρανός
βραδαίνει η στράτα προς το αύριο
Γιατί δημοκρατεί η φύση
ώστε δεν είσαι δα εσύ ο πιο εκλεκτός
παρά μονάχος σε μια κώχη γής
τριγυρισμένος από θάματα που ανήκουν σε πολλούς
ζωσμένος από ζωή άλλων που τρέχει
ενώ εσύ αργείς το λαβωμένο σου δρασκελισμό
προς την καινούργια μέρα 


Κι αν έχεις χάσει,
τα αστέρια φέγγουν μιαν αλήθεια
μυριάδες δρόμους πιο μπροστά
Έτσι που κι αν πλαγιάσεις στο πεύκο δίπλα
και σηκωθείς στου πέλαγου το πρώτο κύμα,
την ευτυχία σου σκάβεις να βρεις
με λερωμένα μέλη στο άσπονδο χώμα 


Σε πολιτείες που ‘ναι φρουροί ακοίμητοι
ή άλλες που ποτέ δεν θα ξυπνήσουν,
παραδομένες στο αιώνιο λίκνισμα της θάλασσας,
παντού θωρείς μικρός κι ολίγος
μπροστά στο στρόβιλο ετούτου του πλανήτη
μπρος στην πλημμύρα ανθρώπων που δικαιούνται 


Κι αφού πονέσεις
για την λαμπρή την τύχη που δε βρήκες
θα λησμονήσεις πως είχες κάποτε αξιώσεις


Κι αν είσαι μόνος,
μην είν’ παράτερο,
μόνο επαλήθευση του Κόσμου


                   *από την ποιητική συλλογή ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 2010







Το ζύγι                                                                                              


Ασ' το σκυλί να αλυχτήσει
για το επιούσιο κόκαλό του στο σοκάκι—
Βαρύ τίναξε κάλυμμα απ' το σαρκίο της μέρας—
Ξεμαντάλωσε.

Έχει παρέλθει προ καμπόσων
και ακριβών εαυτών μου
η δεξιότητα
με ευκολία περίσσια να βυθίζομαι μες στη
βαθιά μου πολυθρόνα —ή σ' ένα ζεύγος
ίσης υποχωρητικότητας μάτια—
έχοντας ακριβώς πετύχει το σημείο
εκείνου του παρηγορητικά οικείου εντός μου.




Υπό του πιεστήριου                                                                          

Η πρωινή εφημερίδα μού υπόσχεται
Μία λοξή κάπως σιωπή δίπλα στο ανοιγμένο σου
Παράθυρο, το από έξω
Μουτζουρωμένο πάντοτε
Με το αποτύπωμα του μελανού αέρα.

Κούπες καφέ, ξερός καπνός, ένα βραχνό μουρμουρητό σου
Χάσαμε
Την ικανότητα να ξεδιαλύνουμε πού πάνε οι στάχτες
Πώς εξαντλούν την άχνη τους, τι χρησιμεύουν
Στον ανεξάντλητο των πρωινών μας κόσμο.





*τα ποιήματα Υπό του Πιεστήριου και Το ζύγι δημοσιεύθηκαν πρώτη φορά στο περιοδικό Βακχικόν, Τεύχος #18.






Ο μέλλοντας της βροχής                                                                       


Μπροστά η σκιά των ημερών,
Με το ταμ ταμ, τα τύμπανά της, προμαντεύει
Την έχιδνα που κροταλίζει οmertà κουλουριασμένη,
Ενόσω αχαμνός καιρός ζυγιάζει τους αρμούς μας με το χώμα.

(Αίσθημα το κοινό ή παράδοξο μας οδηγεί στα χιόνια)
Ακολουθούμε την πομπή, φίλε, κουτρουβαλώντας.
Στα υγρά στενά, φολίδες απ’ ολισθηρές φωνές που σκορπιστήκαν,
Και οι άκληροι αυτόχειρες των στοιχισμένων δέντρων,
Λουστράρουν τα παπούτσια σου καθώς περνάμε.

(Πόσες στάλες του τίποτα αβάσταγα το τίποτα τρυπάνε)
Και πουθενά δεν κατοικεί ο ευγενής παλιάτσος των σπαρτών μας —
Δεν έχει πια δουλειά για κείνον σε γη χέρσα·
Άσπαρτες θε να μείνουνε οι απάτες
Που απορροφούν, με γλώσσες μπαμπακένιες,
Αυτό το υδρόφιλο κακό που δε σ’ αφήνει.

(Κρύψου παλιάτσο μου βαθιά μες στα φτωχά μας στήθη)

Το μολυβί, ακέριο του το βάρος θα φορτώσει
Στα ρείθρα — στις υδρορροές,
Στις τρύπιες μας ημέρες—
Κι έχουμε ανάγκη στα σκιερά μια κάποια διωρία,
Προτού μέσα στα όμβρια να βουτηχτούμε φέτος.

(Δεν έχει άνωση τούτος ο χαλασμός να μας σηκώσει)

Κράτα μια ανάσα·
Να σκύψει το παχύ του γένι ο Μέλλοντας πάνω στην πολιτεία,
Να βρούμε από πού έρχεται τούτη η υγρασία·
Ψηλά ή χάμω τελικά
Τινάζονται τα υδαρή πανιά του άρρητου πόνου,
Κοντά με τα ανθρώπινα ή τα πουλιά που πάνε.






Το Νοτούρνο του Daffodil                                                                       


Il suffirait de rien
Mais rien ne suffira
Dans la nuit de velours
Masque du vide”
Pierre Reverdy

Μια κρύα νύχτα μες στις νύχτες θα σ' αφήσω
Με το αίμα μου ακονισμένο σαν ατσάλι
Κοντά στα ρείκια με το παγωμένο δάκρυ
Κει που ξαπλώνει τα πικρά νερά της η αγάπη.

Μια κρύα νύχτα μες στις νύχτες τ' όνομά σου
Όλης της γης οι ποταμοί θα τραγουδάνε
Ράϊσμα εσύ, θλίψη αδειασμένου βάζου
Ταγμένο κρύσταλλο μπρος στο άοσμο φεγγάρι.

Όπως χαράζω τις αυγές στα εκστατικά σου χείλη
Όπως ζεστές τις ώρες μου διπλώνω στο πλευρό σου
Έχε ένα μπλάβο ουρανό, φύλα λίγο απ' το μοβ σου
Μια νύχτα ατράνταχτης γαλήνης θα 'ναι κείνη.

Μην κλαις· στην όχθη των νεκρών φιλιών που χορταριάζει
Όλοι μαζί οι παφλασμοί εσένα τραγουδάνε
Εσύ 'σαι η Νύχτα στo ελάσσον το σκοτάδι
Το ακόνι εσύ, λεπίδα και θηκάρι.

 
*το ποίημα Το νοτούρνο του Daffodil  δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Κουκούτσι, Τεύχος Ιουνίου 2013



Σχόλια