στο τελευταίο βαγόνι: Γιώργος Μαρκόπουλος (II)


Ας κοιτάξουμε 

Ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη
όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια.

Η γαλήνη, είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται,
και οι άνθρωποι έχουνε μια μοναξιά τέτοια, σου έλεγα,
όπως, δυο μαύρα βαπόρια φορτηγά
αραγμένα απόγευμα σε επαρχιακό λιμάνι.

Και ήταν που αγαπηθήκαμε μετά όπως κουλοί στα τρένα
σ' ένα κόσμο δικό τους πυρπολημένοι από το αδέξιο πλήθος.

Ύστερα πια, έφυγες, όπως γίνεται, κρυφά.
Σούρουπο παχύρευστο σερνόταν στους δρόμους.

Από κάπου ακούγονταν ένας δίσκος.
Η φωνή έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν,
σαν βιαστικός μεθυσμένος που τρέκλιζε.

Ο άνθρωπος της πάνω γειτονιάς
που λέγαν ότι του έφυγε η γυναίκα του
και η κόρη  της τρελής.

Κουρασμένα τραγούδια έπεσαν μάλλον σε πάτωμα
και έσπασαν σαν γυαλικά που τα έριξε κλέφτης.

Πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα.
Θέλει λέξεις ξεχασμένες
όπως το φουστάνι που πέταξες
στην τελευταία τάξη του γυμνασίου και έγινες γυναίκα.

Θέλει πέτρες πρωτόγονες, άγριες.
Και εγώ δεν είμαι θαλασσινός να ψάχνω στα ακρογιάλια.
Και ούτε που γνωρίζω από πέτρες.





Γιώργος Μαρκόπουλος

Σχόλια