λίγο πριν το σφύριγμα αναχώρησης: Ιάκωβος Γαριβάλδης


Χωρισμός

Σε βλέπω τρυφερή, τόσο μικρή
η σκέψη στις γραμμές σου καρφωμένη,
χωρίσαμε ξεχνώντας το γιατί
κι αφήσαμε τη θύμηση γραπτή
σε πέτρα απ’ τον ήλιο σου καμένη.

Μα σαν χαράξει νέο το πρωί
και βγει το μπλε σου σκόρπιο στο σεργιάνι
μια αίσθηση τιμής μοναδική
γεμίζει κάθε μου σεμνή πνοή
και βρίσκει μες στα στήθη μου λιμάνι...

Η γλώσσα σου ασπίδα εναργής
με κράταγε κοντά όλα τα χρόνια
επούλωνε το αίμα μιας πληγής
και μ’ έσωνε στο τραύμα της αυγής
με βλέψεις μες στης θύμησης τ’ αλώνια.

Κι αν σήμερα μ' ενέργεια τρομερή
στα χώματά σου έστησαν πλεκτάνες
και βάλθηκαν εσένα καψερή
να ρίξουν στη φτιαχτή χωματερή
οι βάρβαροι με ψεύτικες δαπάνες,

τους όρκους κείνου του καλοκαιριού
στα ξένα δεν τους ξέχασα πατρίδα,
με μνήμες άκακου μικρού παιδιού
προσμένω κάλεσμα κατοπινού
να φέρουμε μαζί στερνή ελπίδα...



Χαμένος Μάης

Σαν την Πρωτομαγιά που πέρασε
ο ερχομός σου μια χαμένη προσμονή
που δεν τη μπάσαμε στο σπιτικό.

Κι αυτός ο Μάης, τότε που ήρθε
μας βρήκε στο κατώφλι γεμάτους αμφιβολίες
κάτι να περιμένουμε.

Τη μυρωδιά της Άνοιξης δεν αισθανθήκαμε,
δεν έσπασαν με αρώματα το δείλι
της μοναξιάς μας τα ρουθούνια...

Περνάμε κάτι μέρες τελευταία
όπου τα χνώτα μας παγώνουνε
και βγαίνουν άοσμα να σε ζητούν.

Εδώ που καταλήξαμε
οι μήνες ολόγιομοι σαν το φεγγάρι
στάθηκαν πάνω από τα έργα μας βουβοί.

Ήρθε κι η φτέρη πάλι καταπράσινη
μα δεν χαίρει σαν την παλιά εποχή, έτσι
στάθηκε μπρος στη μοίρα απαρηγόρητη.

Εσύ πλησίασες, δίχως να με αγγίξεις
μου σφύριξες για παρηγοριά
πως θα περάσει και αυτός ο χρόνος.

Αν και το ξέρω, αναρωτιέμαι,
πότε θα λήξει όλη αυτή η ταραχή
εκείνου του χαμένου Μάη.



Καλλονή του ακρωτηρίου

Μια μέρα
Θα ‘ρθω πάλι
Να περπατήσω
Στα καλντερίμια σου.
Να με φυσήξει ο Βαρδάρης
Μέχρι το Αριστοτέλειο
Και κατεβαίνοντας από την Πόντου
Με τον αέρα κοπιαστικά στο στήθος μου
Να στρίψω αριστερά
Στο ύψος της Αιγαίου.

Να βγω στο κέντρο
Για να βρω τον Κώστα και το Χάρη
Σε ραντεβού,
Να περιμένουν
Πίσω από τη Μεταμόρφωση.

Οι δρόμοι του παλιού σχολείου
Και τα πάρκα σου
Να μας περάσουν απ' το Προσκοπείο
Με προορισμό τη Νέα Κρήνη.
Από κει, όλο παραλία
Πιάνοντας το πλακόστρωτο στην Πλαστήρα
Να σουλατσάρουμε ανάμεσα στα πευκάκια σου
Μασώντας μπατιρόσπορα
Και προσπερνώντας να μας ζαλίσουν
Τα πολύχρωμα καΐκια και οι τράτες
Σαν μας χαιρετίζουν
Πηδώντας πάνω-κάτω στο λιμάνι.

Ξάφνου
Να φτάσουμε γοργά
Μέχρι τ’ Ανάκτορα.
Έτσι για ν’ αντικρύσουμε απέναντι
Τον ερωμένο σου
Και άρχοντα της πόλης,
Το Λευκοπύργο,
Να σε γλυκοκοιτάζει.

Τα δρομάκια σου
Κάθε σούρουπο
Μας κατηφορίζουν προς τη θάλασσα,
Την Αρετσού ή το Καραμπουρνάκι,
Κι εκεί
Σ’ ένα κρυφό ραντεβουδάκι
Με φόντο το Θερμαϊκό
Θα πάρω ένα αδέξιο φιλί
Για πρώτη φορά πάλι,
Παιδί αμούστακο
Και άβγαλτο.
Ενώ την επομένη
Θα παίξω μπάλα στις αλάνες σου,
Αφού φωνάξω τον Ανέστη
Πάνω από το φράχτη
Να έρθει,
Κι ας μην του επιτρέπει ο πατέρας του.

Μα μη συνδέεσαι τόσο γρήγορα μαζί μου
Καλλονή του ακρωτηρίου,
Γιατί θα φύγω...

Μια μέρα θα σου φύγω αναπάντεχα
Και θα σε βάλω φυλαχτό
Όσο βαθιά γίνεται μέσα μου
Στην πιο Καλή μεριά.

Ναι θα φύγω
Φτωχομάνα,
Για μια φορά ακόμη,
Έτσι για να μπορώ
Να ξαναρθώ…
© Ιάκωβος Γαριβάλδης
_______________________________________________________

Ο Ιάκωβος Γαριβάλδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, έφτασε στην Αυστραλία το 1970 και υπηρέτησε σε πολλούς παροικιακούς οργανισμούς. 
Γράφει λογοτεχνία στην Ελληνική και Αγγλική από παιδική ηλικία. 
Είναι ιδρυτής της πρώτης δίγλωσσης λογοτεχνικής ιστοσελίδας στην Αυστραλία (Diasporic Literature Spot).

Σχόλια